κατακρατήσει

κατακρατήσει
κατακράτησις
subduing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
κατακρατήσεϊ , κατακράτησις
subduing
fem dat sg (epic)
κατακράτησις
subduing
fem dat sg (attic ionic)
κατακρατέω
prevail over
aor subj act 3rd sg (epic)
κατακρατέω
prevail over
fut ind mid 2nd sg
κατακρατέω
prevail over
fut ind act 3rd sg
κατακρατέω
prevail over
aor subj act 3rd sg (epic)
κατακρατέω
prevail over
fut ind mid 2nd sg
κατακρατέω
prevail over
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατακράτητος — η, ο (Μ ἀκατακράτητος, ον) [κατακρατῶ] 1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο 2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή μσν. ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αντώνιος Χατζή. Καταγόταν από την Ύδρα. Έμπιστος του Ανδρέα Μιαούλη, διακρίθηκε σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις. To 1824, όταν το καράβι του Τομπάζη αιχμαλώτισε ένα χρηματαγωγό πλοίο του Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”